LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hokey
/hˈəʊki/
/ˈhoʊki/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "hokey"
hokey
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
artificially formal
02
effusively or insincerely emotional
word family
hokey
hokey
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hoity-toity
hoister
hoist your sail when the wind is fair
hoist
hoisin sauce
hokkaido
hokkianese
hokum
hokusai
holandric gene
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App