Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
histrionic
01
θεατρικός, δραματικός
relating to actors, acting, or the theater
Παραδείγματα
The director praised her histrionic instincts during rehearsal.
Ο σκηνοθέτης επαίνεσε τα ιστριονικά της ένστικτα κατά τη διάρκεια της πρόβας.
His histrionic training helped him deliver a powerful monologue.
Η ιστριονική του εκπαίδευση τον βοήθησε να παραδώσει έναν ισχυρό μονόλογο.
02
θεατρικός, δραματικός
excessively emotional in behavior, intended to attract attention
Παραδείγματα
Her histrionic outburst during the meeting made everyone uncomfortable.
She tends to get histrionic whenever things do n't go her way.
Τείνει να γίνεται ιστριονική κάθε φορά που τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θέλει.
Λεξικό Δέντρο
histrionic
histrion



























