Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hindsight
01
οπισθοδρόμηση, η μεταγενέστερη γνώση
the ability to comprehend and evaluate past events or decisions, often gaining insights that were not apparent at the time
Παραδείγματα
In hindsight, he realized that quitting his job without a backup plan was a mistake.
Στο ανάποδο, συνειδητοποίησε ότι η παραίτηση από τη δουλειά του χωρίς εφεδρικό σχέδιο ήταν λάθος.
With hindsight, she understood that her impulsive purchase was unnecessary.
Με ὕστερον, κατάλαβε ότι η παρορμητική της αγορά ήταν περιττή.



























