Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hindrance
01
εμπόδιο, κώλυμα
the act of stopping or slowing down something
Παραδείγματα
The hindrance of free speech can harm democracy.
Το εμπόδιο στην ελευθερία του λόγου μπορεί να βλάψει τη δημοκρατία.
The company faced the hindrance of strict regulations.
Η εταιρεία αντιμετώπισε το εμπόδιο των αυστηρών κανονισμών.
02
εμπόδιο, παρακώλυση
a person or thing that gets in the way or obstructs movement
Παραδείγματα
The large suitcase was a hindrance in the crowded airport.
Η μεγάλη βαλίτσα ήταν ένα εμπόδιο στο γεμάτο αεροδρόμιο.
The fallen tree was a hindrance to passing cars.
Το πεσμένο δέντρο ήταν ένα εμπόδιο για τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
03
εμπόδιο, κώλυμα
something that makes it difficult to do something or slows progress
Παραδείγματα
The lack of funds was a major hindrance to the project.
Η έλλειψη κεφαλαίων ήταν ένα σημαντικό εμπόδιο για το έργο.
His injury became a hindrance during the race.
Ο τραυματισμός του έγινε εμπόδιο κατά τη διάρκεια του αγώνα.



























