highroad
high
ˈhaɪ
χαι
road
roʊd
ρουντ
British pronunciation
/hˈa‍ɪɹə‍ʊd/

Ορισμός και σημασία του "highroad"στα αγγλικά

01

κύριος δρόμος, αυτοκινητόδρομος

a main road or highway, often used for long-distance travel
example
Παραδείγματα
They took the highroad to avoid traffic in the city.
Πήραν τον κύριο δρόμο για να αποφύγουν την κυκλοφορία στην πόλη.
She preferred driving on the highroad for faster travel.
Προτιμούσε να οδηγεί στον κύριο δρόμο για ταχύτερο ταξίδι.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store