LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
High-keyed
/hˈaɪkˈiːd/
/hˈaɪkˈiːd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "high-keyed"
high-keyed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of persons) excitable
word family
high-keyed
high-keyed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
high-key lighting
high-interest
high-intensity interval training
high-heeled
high-hat cymbal
high-level
high-level formatting
high-level language
high-level radioactive waste
high-low
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App