Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apologist
01
απολογητής, υπερασπιστής
a person who defends or justifies a belief, policy, or institution, often against criticism
Παραδείγματα
He became an apologist for the government's controversial policies.
Έγινε απολογητής για τις αμφιλεγόμενες πολιτικές της κυβέρνησης.
The writer was known as an apologist for capitalism.
Ο συγγραφέας ήταν γνωστός ως απολογητής του καπιταλισμού.
Λεξικό Δέντρο
apologist
apology
apo



























