Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hemorrhoid
01
αιμορροΐδα, αιμορροΐδες
a medical condition of a swollen or inflamed vein in the rectal area
Παραδείγματα
The doctor prescribed medication to relieve the patient's hemorrhoids.
Ο γιατρός συνέταξε φάρμακα για να ανακουφίσει τις αιμορροΐδες του ασθενούς.
The patient was advised to eat a high-fiber diet to help prevent hemorrhoid.
Συνετάχθηκε στον ασθενή να ακολουθεί δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε ίνες για να βοηθήσει στην πρόληψη των αιμορροΐδων.



























