LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heightening
/hˈaɪtənɪŋ/
/ˈhaɪtənɪŋ/, /ˈhaɪtnɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "heightening"
heightening
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
reaching a higher intensity
word family
height
height
Noun
heighten
Verb
heightening
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
heighten
height of fashion
height
heifer
heidelberg school
heights
heilong
heilong jiang
heimdal
heimdall
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App