Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Headway
01
πρόοδος, προόδος
the forward movement or advancement made despite difficulties or obstacles
Παραδείγματα
We could n’t make much headway because of the technical issues.
Δεν μπορέσαμε να κάνουμε μεγάλη πρόοδο λόγω τεχνικών ζητημάτων.
The new policy helped the company gain headway in the market.
Η νέα πολιτική βοήθησε την εταιρεία να κερδίσει πρόοδο στην αγορά.
02
ελεύθερο ύψος, καθαρό ύψος
vertical space available to allow easy passage under something
Λεξικό Δέντρο
headway
head
way



























