LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hazmat
/hˈazmat/
/hˈæzmæt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hazmat"
Hazmat
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an abbreviation for `hazardous material' used on warning signs
word family
hazmat
hazmat
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
haziness
hazily
hazelnut tree
hazelnut
hazel-brown
hazmat suit
hazy
hcfc
hcg
hd
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App