LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hastate
/hˈeɪsteɪt/
/hˈeɪsteɪt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hastate"
hastate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of a leaf shape) like a spear point, with flaring pointed lobes at the base
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hasta la vista
hassock
hassle
hassium
hassidism
hastate leaf
haste
haste makes waste
haste trips over its own heels
hasten
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App