Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hard-cooked egg
/hˈɑːɹdkˈʊkt ˈɛɡ/
/hˈɑːdkˈʊkt ˈɛɡ/
Hard-cooked egg
01
βραστό αυγό, σκληρό βραστό αυγό
an egg boiled gently until both the white and the yolk solidify
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βραστό αυγό, σκληρό βραστό αυγό