LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Handset
/hˈændsɛt/
/ˈhændˌsɛt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "handset"
Handset
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Ακουστικό
the part of the phone held to the ear through which one can listen and speak
French telephone
Παράδειγμα
After
receiving
bad
news
,
she
slammed down
the
handset
,
overwhelmed
with
emotion
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App