LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Handline
/hˈandlaɪn/
/hˈændlaɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "handline"
Handline
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a fishing line managed principally by hand
word family
hand
line
handline
handline
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
handless
handler
handleless
handled
handlebar mustache
handling
handling charge
handling cost
handlock
handloom
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App