Handless
volume
British pronunciation/hˈændləs/
American pronunciation/hˈændləs/

Ορισμός και Σημασία του "handless"

01

without a hand or hands

02

lacking physical movement skills, especially with the hands

word family

hand

hand

Noun

handless

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store