Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Handgrip
01
λαβή, πιάνημα
the appendage to an object that is designed to be held in order to use or move it
Λεξικό Δέντρο
handgrip
hand
grip
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαβή, πιάνημα
Λεξικό Δέντρο
hand
grip