Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hand lotion
01
κρέμα για τα χέρια, λωσίον για τα χέρια
lotion that is applied to the hands to moisturize them and make them smoother and softer
Παραδείγματα
She keeps a small bottle of hand lotion in her bag.
Κρατάει ένα μικρό μπουκαλάκι κρέμας για τα χέρια στην τσάντα της.
The hand lotion absorbed quickly without leaving a greasy residue.
Η κρέμα για τα χέρια απορροφήθηκε γρήγορα χωρίς να αφήσει λιπαρό υπόλειμμα.



























