LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hairweaving
/hˈeəwiːvɪŋ/
/hˈɛɹwiːvɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hairweaving"
Hairweaving
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of interweaving a hairpiece with your own hair
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hairtail
hairstylist
hairstyling
hairstyle
hairstreak butterfly
hairy
hairy at the heel
hairy finger grass
hairy frog
hairy golden aster
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App