Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hackle
01
φτερό λαιμού, όρθιο τρίχωμα
the long erectile feather or hair in the neck area of some birds and mammals such as dogs
to hackle
01
χτενίζω με ένα heckle, καθαρίζω με ένα heckle
comb with a heckle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φτερό λαιμού, όρθιο τρίχωμα
χτενίζω με ένα heckle, καθαρίζω με ένα heckle