Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to habilitate
01
ντύνω, ενδύω
provide with clothes or put clothes on
02
πιστοποιώ για διδασκαλία
qualify for teaching at a university in Europe
Λεξικό Δέντρο
rehabilitate
habilitate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ντύνω, ενδύω
πιστοποιώ για διδασκαλία
Λεξικό Δέντρο