Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
01
Χα, Χε
used to express a sense of victory, satisfaction, or superiority
Παραδείγματα
I won the game of chess with a brilliant move. Ha!
Κέρδισα το παιχνίδι σκακιού με μια λαμπρή κίνηση. Χα!
Ha! I caught the last train just in time.
Χα! Έπιασα το τελευταίο τρένο ακριβώς στην ώρα του.



























