Habilimented
volume
British pronunciation/hˈabɪlˌɪməntɪd/
American pronunciation/hˈæbɪlˌɪməntᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "habilimented"

habilimented
01

dressed or clothed especially in fine attire; often used in combination

word family

habilimented

habilimented

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store