gym
gym
ʤɪm
τζιμ
British pronunciation
/ʤɪm/

Ορισμός και σημασία του "gym"στα αγγλικά

01

γυμναστήριο, αθλητικός χώρος

a place with special equipment that people go to exercise or play sports
Wiki
gym definition and meaning
example
Παραδείγματα
He goes to the gym five times a week.
Πηγαίνει στο γυμναστήριο πέντε φορές την εβδομάδα.
The gym was crowded with people after work.
Το γυμναστήριο ήταν γεμάτο κόσμο μετά τη δουλειά.

Λεξικό Δέντρο

multigym
gym
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store