Gumming
volume
British pronunciation/ɡˈʌmɪŋ/
American pronunciation/ɡˈʌmɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "gumming"

01

ineffectual chewing (as if without teeth)

word family

gum

gum

Verb

gumming

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store