LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gumma
/ɡˈʌmə/
/ɡˈʌmə/
gummata
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gumma"
Gumma
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small rubbery granuloma that is characteristic of an advanced stage of syphilis
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gumdrop
gumboot dance
gumboil
gumbo-limbo
gumbo
gummed
gummed label
gummi worm
gumminess
gumming
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App