Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Guarantor
01
εγγυητής, εγγυούμενος
a person who officially makes a promise or gives assurance to be accountable for someone or the occurrence of something
Λεξικό Δέντρο
guarantor
guarant
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εγγυητής, εγγυούμενος
Λεξικό Δέντρο