LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Groundsman
/ɡɹˈaʊndzmən/
/ɡɹˈaʊndzmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "groundsman"
Groundsman
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who maintains the grounds (of an estate or park or athletic field)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
groundskeeper
groundsheet
groundsel tree
groundsel bush
groundsel
groundspeed
groundwater
groundwater level
groundwork
group
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App