Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Groundskeeper
01
κηπουρός, φύλακας πάρκου
someone who takes care of outdoor areas like gardens, lawns, and parks
Παραδείγματα
The school hired a new groundskeeper to care for the playground.
Το σχολείο προσέλαβε έναν νέο κηπουρό για να φροντίζει την παιδική χαρά.
A skilled groundskeeper ensures the garden looks beautiful year-round.
Ένας επιδέξιος κηπουρός διασφαλίζει ότι ο κήπος φαίνεται όμορφος όλο το χρόνο.



























