Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Groundkeeper
01
κηπουρός, φύλακας πάρκου
someone who maintains the grounds (of an estate or park or athletic field)
Λεξικό Δέντρο
groundkeeper
ground
keeper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κηπουρός, φύλακας πάρκου
Λεξικό Δέντρο
ground
keeper