Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
antipathetic
01
αντιπαθητικός, εχθρικός
having or showing extreme hatred or hostility toward someone
02
αντιπαθητικός, εχθρικός
characterized by antagonism or antipathy
Λεξικό Δέντρο
antipathetic
pathetic
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντιπαθητικός, εχθρικός
αντιπαθητικός, εχθρικός
Λεξικό Δέντρο