Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
greenish
01
πρασινωπός, με πράσινη απόχρωση
somewhat green in color
Παραδείγματα
The water in the lake looked greenish under the sunlight.
Το νερό της λίμνης φαινόταν πρασινωπό κάτω από το φως του ήλιου.
He noticed a greenish tint on the old painting.
Παρατήρησε μια πρασινωπή απόχρωση στον παλιό πίνακα.
Λεξικό Δέντρο
greenishness
greenish
green



























