Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Granny
01
γιαγιά, μάμμη
an older woman who is a parent of a person's father or mother
02
γιαγιά, γριά
an old woman
03
εσφαλμένα διασταυρωμένος κόμπος reef και επομένως μη ασφαλής, μη ασφαλής κόμπος reef
a reef knot crossed the wrong way and therefore insecure



























