Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grandfather
01
παππούς, πρόγονος
the man who is our mom's or dad's father
Παραδείγματα
He enjoys spending time with his grandfather, playing chess and telling jokes.
Απολαμβάνει να περνάει χρόνο με τον παππού του, να παίζει σκάκι και να λέει αστεία.
My grandfather fought in the war and has many interesting stories to tell.
Ο παππούς μου πολέμησε στον πόλεμο και έχει πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να πει.



























