LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Graduality
/ɡɹˌadjuːˈalɪti/
/ɡɹˌæduːˈælɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "graduality"
Graduality
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quality of being gradual or of coming about by gradual stages
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gradual
grading scale
grading
gradin
gradient
gradually
gradualness
graduate
graduate management admission test
graduate nurse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App