Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gorilla gorilla
/ɡɚɹˈɪlə ɡɚɹˈɪlə/
/ɡəɹˈɪlə ɡəɹˈɪlə/
Gorilla gorilla
01
γορίλας, γορίλας γορίλας
largest anthropoid ape; terrestrial and vegetarian; of forests of central west Africa
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γορίλας, γορίλας γορίλας