golfer
gol
ˈgɑl
γκαλ
fer
fər
φαρ
British pronunciation
/ˈɡɒlfə/

Ορισμός και σημασία του "golfer"στα αγγλικά

01

γκόλφερ, παίκτης του γκολφ

someone who plays golf as a profession or just for fun
golfer definition and meaning
example
Παραδείγματα
The professional golfer won the tournament with a stunning final round.
Ο επαγγελματίας γκόλφερ κέρδισε το τουρνουά με μια εντυπωσιακή τελική φάση.
As an amateur golfer, she spends weekends perfecting her swing.
Ως ερασιτέχνης γκόλφερ, περνά τα Σαββατοκύριακα τελειοποιώντας το swing της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store