Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Golfer
01
γκόλφερ, παίκτης του γκολφ
someone who plays golf as a profession or just for fun
Παραδείγματα
The professional golfer won the tournament with a stunning final round.
Ο επαγγελματίας γκόλφερ κέρδισε το τουρνουά με μια εντυπωσιακή τελική φάση.
As an amateur golfer, she spends weekends perfecting her swing.
Ως ερασιτέχνης γκόλφερ, περνά τα Σαββατοκύριακα τελειοποιώντας το swing της.
Λεξικό Δέντρο
golfer
golf



























