Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gobsmacked
01
κατάπληκτος, μουδιασμένος
extremely shocked or surprised, to the point of becoming speechless
Παραδείγματα
I was gobsmacked when I opened the door and found my long-lost friend standing there.
Ήμουν κατάπληκτος όταν άνοιξα την πόρτα και βρήκα τον χαμένο εδώ και καιρό φίλο μου να στέκεται εκεί.
The audience was gobsmacked by the magician's final trick, unable to comprehend how he had done it.
Το κοινό κατέστη άναυδο από το τελευταίο τρικ του μάγου, ανίκανο να καταλάβει πώς το είχε κάνει.



























