Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to go against
[phrase form: go]
01
αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι
to oppose or resist someone or something
Transitive: to go against sth
Παραδείγματα
Many citizens went against the government's policies by participating in protests.
Πολλοί πολίτες αντιτάχθηκαν στις πολιτικές της κυβέρνησης με τη συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις.
In a democratic society, people have the right to go against established norms and seek change.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να αντιτίθενται στις καθιερωμένες νόρμες και να αναζητούν αλλαγή.
02
αντιτίθεμαι, έρχομαι σε αντίθεση με
to disagree with or not fit well with a specific rule, concept, or standard
Transitive: to go against a rule or concept
Παραδείγματα
Her principles go against the idea of exploiting natural resources for profit.
Οι αρχές της αντιτίθενται στην ιδέα της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων για κέρδος.
The proposed changes to the law go against the principles of justice and fairness.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στον νόμο αντιτίθενται στις αρχές της δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης.
03
πάω ενάντια, είμαι αντίθετος με
to not be beneficial to someone's interests or preferences
Transitive: to go against someone's interest
Παραδείγματα
The decision to cut funding for education clearly goes against the students' interests.
Η απόφαση να μειωθεί η χρηματοδότηση για την εκπαίδευση σαφώς αντίκειται στα συμφέροντα των φοιτητών.
His impulsive behavior tends to go against his own best interests.
Η παρορμητική του συμπεριφορά τείνει να αντικρούει τα δικά του συμφέροντα.



























