LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Glueyness
/ɡlˈuːɪnəs/
/ɡlˈuːɪnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "glueyness"
Glueyness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the property of being cohesive and sticky
word family
glue
glue
Noun
gluey
Adjective
glueyness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gluey
glued to the spot
glued pad binding
glued fold binding
glued
glug
gluiness
glum
glume
glumly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App