Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glorification
01
δοξολογία, δοξολογώ
a state of high honor
02
δοξολογία
the act of glorifying (as in worship)
03
δοξολογία, εξιδανίκευση
a portrayal of something as ideal
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δοξολογία, δοξολογώ
δοξολογία
δοξολογία, εξιδανίκευση