Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
global warming
/ɡlˈoʊbəl wˈɔːɹmɪŋ/
/ɡlˈəʊbəl wˈɔːmɪŋ/
Global warming
01
παγκόσμια θέρμανση, κλιματική αλλαγή
the increase in the average temperature of the Earth as a result of the greenhouse effect
Παραδείγματα
Scientists link global warming to rising sea levels.
Οι επιστήμονες συνδέουν την παγκόσμια θέρμανση με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Reducing carbon emissions can help slow global warming.
Η μείωση των εκπομπών άνθρακα μπορεί να βοηθήσει να επιβραδυνθεί η παγκόσμια θέρμανση.



























