global
glo
ˈgloʊ
γκλου
bal
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ˈɡləʊbəl/

Ορισμός και σημασία του "global"στα αγγλικά

01

παγκόσμιος, ολικός

regarding or affecting the entire world
global definition and meaning
example
Παραδείγματα
The pandemic has had a global impact on public health, economies, and daily life.
Η πανδημία είχε παγκόσμια επίπτωση στη δημόσια υγεία, τις οικονομίες και την καθημερινή ζωή.
Climate change is a global issue that requires collective action from nations around the world.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που απαιτεί συλλογική δράση από τα έθνη σε όλο τον κόσμο.
02

σφαιρικός, σφαιροειδής

having the shape of a sphere or ball
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store