Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
global
01
παγκόσμιος, ολικός
regarding or affecting the entire world
Παραδείγματα
The pandemic has had a global impact on public health, economies, and daily life.
Η πανδημία είχε παγκόσμια επίπτωση στη δημόσια υγεία, τις οικονομίες και την καθημερινή ζωή.
Climate change is a global issue that requires collective action from nations around the world.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που απαιτεί συλλογική δράση από τα έθνη σε όλο τον κόσμο.
02
σφαιρικός, σφαιροειδής
having the shape of a sphere or ball
Λεξικό Δέντρο
globalize
globally
global
glob



























