Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gleam
01
λαμπυρίζω, ακτινοβολώ
to shine brightly, typically with reflected light
02
λαμπυρίζω, ακτινοβολώ
be shiny, as if wet
03
λαμπυρίζω, αστράφτω
appear briefly
Gleam
01
λάμψη, απαύγεια
an appearance of reflected light
02
μια λάμψη, μια αχτίδα
a subtle flash of light, often highlighting something in a striking way
Παραδείγματα
A gleam of sunlight broke through the clouds, illuminating the landscape.
Μια αχτίδα ηλιακού φωτός διέτρησε τα σύννεφα, φωτίζοντας το τοπίο.
The gleam on the freshly polished car made it look brand new.
Η λάμψη στο πρόσφατα γυαλισμένο αυτοκίνητο το έκανε να φαίνεται καινούριο.
Λεξικό Δέντρο
gleaming
gleaming
gleam



























