Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
glassy
01
υαλώδης, σαν καθρέφτης
having a smooth and reflective surface, resembling glass in appearance and texture
Παραδείγματα
The lake's surface was calm and glassy, reflecting the surrounding trees like a mirror.
Η επιφάνεια της λίμνης ήταν ήρεμη και υαλώδης, αντανακλώντας τα γύρω δέντρα σαν καθρέφτη.
The freshly polished table had a glassy shine that made it gleam in the sunlight.
Το φρεσκογυαλισμένο τραπέζι είχε μια υαλώδη λάμψη που το έκανε να λάμπει στον ήλιο.
Παραδείγματα
She stared with glassy eyes, lost in thought.
Κοίταζε με υαλώδη μάτια, χαμένη στις σκέψεις της.
His glassy expression showed he was in shock.
Η υαλώδης έκφρασή του έδειχνε ότι ήταν σε σοκ.
03
υαλώδης, από γυαλί
made from or featuring glass
Παραδείγματα
The artist created stunning glassy sculptures.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε εντυπωσιακά γλυπτά από γυαλί.
The old house had delicate, glassy chandeliers.
Το παλιό σπίτι είχε λεπτά, υάλινα πολυέλαια.
Λεξικό Δέντρο
glassy
glass



























