Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glasshouse
01
θερμοκήπιο, χειμερινός κήπος
a building with glass walls and roof; for the cultivation and exhibition of plants under controlled conditions
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
glasshouse
glass
house
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θερμοκήπιο, χειμερινός κήπος
Λεξικό Δέντρο
glass
house