Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Geriatrics
01
γηροντίατρική, γεροντολογία
the branch of medicine that focuses on the healthcare of elderly people
Παραδείγματα
She decided to pursue a career in geriatrics because of her passion for working with older adults.
Αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στην γηριατρική λόγω του πάθους της για εργασία με ηλικιωμένους.
Geriatrics helps manage chronic conditions common among the elderly, such as arthritis or heart disease.
Η γηριατρική βοηθά στη διαχείριση των χρόνιων παθήσεων που είναι κοινά στους ηλικιωμένους, όπως η αρθρίτιδα ή οι καρδιακές παθήσεις.
Λεξικό Δέντρο
geriatrics
geriatr



























