LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anopia
/anˈəʊpiə/
/ænˈoʊpiə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "anopia"
Anopia
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
sightlessness (especially because of a structural defect in or the absence of an eye)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anopheline
anopheles
anoperineal
anonymously
anonymous ftp
anoplophora glabripennis
anoplura
anorak
anorchia
anorchidism
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App