LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Annuitant
/ɐnjˈuːɪtənt/
/ɐnˈuːɪtənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "annuitant"
Annuitant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the recipient of an annuity
word family
annuitant
annuitant
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
annualry
annually
annualize
annual salt-marsh aster
annual ring
annuity
annuity in advance
annul
annular
annular eclipse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App