Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Annals
01
αναλόγια, χρονικά
a historical record that lists events in the order they happened, year by year
Παραδείγματα
The annals of the kingdom detail every ruler's reign.
Τα χρονικά του βασιλείου αναφέρουν λεπτομερώς τη βασιλεία κάθε ηγεμόνα.
Her name is recorded in the annals of Olympic history.
Το όνομά της είναι καταγεγραμμένο στα χρονικά της ολυμπιακής ιστορίας.
1.1
αναλόγια, αρχεία
a regularly published record or report of the activities of an organization or scholarly group
Παραδείγματα
The Annals of the Historical Society are available in the library.
Τα χρονικά της Ιστορικής Εταιρείας είναι διαθέσιμα στη βιβλιοθήκη.
He submitted his findings to the Annals of Physics.
Υπέβαλε τα ευρήματά του στα Χρονικά της Φυσικής.



























